- λασιόκωφος
- λασιόκωφοςdeaf from hair growing in the earsmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λασιόκωφος — λασιόκωφος, ον (Α) αυτός που έχει κουφαθεί από τις μεγάλες τρίχες που έχει μέσα στα αφτιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + κωφός (πρβλ. δύσ κωφος, υπό κωφος)] … Dictionary of Greek
λασιόκωφον — λασιόκωφος deaf from hair growing in the ears masc/fem acc sg λασιόκωφος deaf from hair growing in the ears neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιοκώφους — λασιόκωφος deaf from hair growing in the ears masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιόκωφοι — λασιόκωφος deaf from hair growing in the ears masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωφός — ή, ό (Α κωφός, ή, όν) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ. β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.) 2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ … Dictionary of Greek
λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… … Dictionary of Greek